κατάπλατα

κατάπλατα
επίρρ.
1. κατευθείαν στη ράχη, στην πλάτη, στη μέση τής πλάτης
2. (για ισόπεδη έκταση) στη μέση, στο εμφανέστερο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πλάτη + επιρρμ. κατάλ. -α, πρβλ. πισώ-πλατ-α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάπλατα — επίρρ. τοπ., στο μέσο της πλάτης: Τον κάρφωσαν κατάπλατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”